- πωρί
- το / πωρίον, ΝΑ, και πουρί Ν [πῶρος]ο πωρόλιθοςνεοελλ.η πέτρα τών δοντιών, τρυγίααρχ.μικρός κάλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουρί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (50 τ. χλμ.). * * * το, Ν άκλ. 1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, πωρόλιθος 2. ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρωμα σε… … Dictionary of Greek
πουρί — πουρί, το και πωρί, το 1. πορώδες πέτρωμα, πωρόλιθος. 2. ασβεστούχο υπόλειμμα σε δοχεία βρασμού, λέβητες, σωλήνες, στα δόντια: Τα δόντια μου γέμισαν πουρί και θέλουν καθάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)